λυκοσκυτάλιον

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκοσκῠτάλιον Medium diacritics: λυκοσκυτάλιον Low diacritics: λυκοσκυτάλιον Capitals: ΛΥΚΟΣΚΥΤΑΛΙΟΝ
Transliteration A: lykoskytálion Transliteration B: lykoskytalion Transliteration C: lykoskytalion Beta Code: lukoskuta/lion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, = σησαμοειδὲς τὸ μέγα, ib.4.149.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de maïs, plante.
Étymologie: λύκος, σκυτάλιον.

Greek Monolingual

λυκοστυτάλιον, τὸ (Α)
το φυτό σησαμοειδές το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + σκυτάλιον, υποκορ. του σκυτάλη «ράβδος»].

German (Pape)

τό, ein Kraut, Diosc.