ταγηνίτης
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, Att. for τηγανίτης, ib.490, Ath.14.646d.
German (Pape)
[Seite 1063] ὁ, in der Pfanne geröstetes Brot, πλακοῦς ἐν ἐλαίῳ τετηγανισμένος, Ath. XIV, 646, d; vgl. Hipponax ib. 645 d.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰγηνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τηγανίτης, Ἀθήν. 646D, Γαλην. 6. 490.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(αττ. τ.) βλ. τηγανιτής.