τηγανίτης
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
English (LSJ)
[ῑ] (sc. ἄρτος), ου, ὁ, pancake, Hippon.36; Asiatic Gr. for Att. ταγηνίτης acc. to Gal.6.490; = lucunculus, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1105] ὁ, ἄρτος, in der Pfanne gebackenes Brot, Hesych. ἄρτος ἔπὶ τηγάνου γεγονὼς καὶ μετὰ τυροῦ ὀπτώμενος. Vgl. Hipponax bei Ath. XIV, 645.
Greek (Liddell-Scott)
τηγᾰνίτης: ἄρτος [ῑ], ὁ, ὡς καὶ νῦν, τηγανίτης ἢ «τηγανίτα» Ἱππῶναξ. 27, πρβλ. ταγηνίας, -ίτης.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και ταγηνίτης Α
η τηγανίτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τήγανον / τάγηνον + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ζυμίτης, πιτυρίτης)].