fabrication
English > Greek (Woodhouse)
substantive
construction: P. κατασκευή, ἡ.
act of concocting: P. σκευωρία, ἡ.
concoction: P. πλάσμα, τό, σκευώρημα, τό.
construction: P. κατασκευή, ἡ.
act of concocting: P. σκευωρία, ἡ.
concoction: P. πλάσμα, τό, σκευώρημα, τό.