tally
English > Greek (Woodhouse)
verb intransitive
P. and V. συμβαίνειν, συντρέχειν, συμπίπτειν, V. συμβάλλεσθαι, συμπίτνειν, συγκόλλως ἔχειν; see correspond.
P. and V. συμβαίνειν, συντρέχειν, συμπίπτειν, V. συμβάλλεσθαι, συμπίτνειν, συγκόλλως ἔχειν; see correspond.