correspond
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English > Greek (Woodhouse)
verb intransitive
P. and V. συμβαίνειν, συντρέχειν, συμπίπτειν, V. συμβάλλεσθαι, συμπίτνειν, συγκόλλως ἔχειν.
correspond with, agree with: P. and V. συμφέρειν; (or pass.) (dat.), συμβαίνειν (dat.), συντρέχειν (dat.), συμπίπτειν (dat.), P. συμφωνεῖν (dat.), V. ὁμορροθεῖν; (dat.).
in many would you find hair to correspond: V. πολλοῖς ἂν εὕροις βοστρύχους ὁμοπτέρους (Euripides, Electra 530).
correspond with, have intercourse with: P. and V. κοινωνεῖν; (dat.).