βαρύψυχος
English (LSJ)
ον, A heavy of soul, dejected, S.Aj.319, Cat.Cod.Astr.7.198.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l’esprit accablé ou abattu ; pusillanime.
Étymologie: βαρύς, ψυχή.
Spanish (DGE)
(βᾰρύψῡχος) -ον
de espíritu pusilánime, ἀνήρ S.Ai.319, cf. Cat.Cod.Astr.7.198.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM βαρύψυχος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
βαρύσωμος
αρχ.
βαρύθυμος, σκυθρωπός.
Greek Monotonic
βᾰρύψῡχος: -ον (ψυχή), βαρύθυμος, αποκαρδιωμένος, απελπισμένος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
βαρύψῡχος: павший духом, малодушный (ἀνήρ Soph.).