uncared for
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. ἀθεράπευτος (Xen.), P. and V. ἀτημέλητος, V. ἀπημελημένος.
be uncared for, v.: P. and V. ἀμελεῖσθαι.
P. ἀθεράπευτος (Xen.), P. and V. ἀτημέλητος, V. ἀπημελημένος.
be uncared for, v.: P. and V. ἀμελεῖσθαι.