οῦ, ὁ, A plasterer, EM811.36.
γυψωτής: -οῦ, ὁ, ὁ γύψῳ ἐπαλείφων, Ε. Μ. ἐν λ. χήρα.
-οῦ, ὁ revocador, EM 811.36G.
ο (Μ γυψωτής) γυψώαυτός που επαλείφει με γύψο κάποια επιφάνειανεοελλ.αυτός που κατεργάζεται τον γύψο.