δαιδαλόεις

Revision as of 17:44, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εσσα, εν,    A = δαιδάλεος, τεύχεα Q.S.1.141; βρέτας χρυσῷ δ. AP9.332 (Nossis).

German (Pape)

[Seite 514] εσσα, εν, = δαιδάλεος, βρέτας χρυσῷ δ. Noss. 4 (IX, 332); τεύχεα Qu. Sm. 1, 141.

Greek (Liddell-Scott)

δαιδαλόεις: εσσα, εν, = δαιδάλεος, Κόϊντ. Σμ. 1. 141, Ἀνθ. Π. 9. 332.

Spanish (DGE)

(δαιδᾰλόεις) -εσσα, -εν
trabajado artísticamente, adornado τὸ βρέτας ... χρυσῷ δ. AP 9.332 (Noss.), τεύχεα Q.S.1.141.

Greek Monolingual

δαιδαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
δαιδάλεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ποιητικός τ. του δαιδάλεος με μετρική παρέκταση].

Greek Monotonic

δαιδαλόεις: -εσσα, -εν, = δαιδάλεος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δαιδᾰλόεις: όεσσα, όεν искусно выполненный или отделанный (τό βρέτας χρυσῷ δαιδαλόεν Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαιδαλόεις -εσσα -εν [δαίδαλος] kunstig bewerkt, versierd.