παρέκταση

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

η / παρέκτασις, -άσεως, ΝΑ παρεκτείνω
1. προσθήκη τμήματος σε ένα σύνολο για να συμπληρωθεί ή να επιμηκυνθεί, έκταση σε μήκος, επέκταση, επιμήκυνση («χρονικὴ παρέκτασις», Σέξτ. Εμπ.)
2. γραμμ. η επαύξηση του συνολικού αριθμού τών συλλαβών μιας λέξης με την προσθήκη ή παρένθεση άλλης συλλαβής λ.χ. ἀδελφεός < δελφός.