διαγραμμίζω

Revision as of 18:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A divide by lines: hence, play at chequers, Philem. 209.

Greek (Liddell-Scott)

διαγραμμίζω: διαιρῶ διὰ γραμμῶν· ἐντεῦθεν, παίζω τοὺς πεσοὺς (τὴν «δάμα»), Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 115· καὶ διαγραμμισμός, ὁ, παιγνίδιον ὁμοιάζον πρὸς τὸ τῶν πεσσῶν, Πολυδ. Θ΄, 99, ἴδε Ernest. Clav. Ciceron ἐν λ. scriptorum duodecim. ludus.

Spanish (DGE)

dividir mediante líneas, de aquí jugar a las damas o un juego semejante μεθύει, διαγραμμίζει, κυβεύει Philem.175, cf. Moer.290 (cj.), Poll.9.99, Eust.634.1.

Greek Monolingual

(AM διαγραμμίζω)
διαιρώ με γραμμές, χαρακώνω
αρχ.
παίζω πεσσούς, ντάμα.