ντάμα

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

Greek Monolingual

η (Μ ντάμα και ντάμε και τάμου και δαμού)
(κυρίως, ως τιμητικός τίτλος) κυρία, δέσποινααφότου εγρικησεν η ντάμα Μαργαρίτα», Χρον. Μoρ.)
νεοελλ.
1. γυναικεία φιγούρα στα χαρτιά της τράπουλας
2. παντρεμένη ή ανύπαντρη γυναίκα η οποία συνοδεύεται σε χορό ή σε περίπατο, παρτενέρ
3. είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού το οποίο παίζεται από δύο πρόσωπα επάνω σε τετράγωνο πίνακα που έχει διαιρεθεί σε 64 τετράγωνα
μσν.
ειρων. γυναίκα ελευθερίων ηθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. dama < λατ. domina «κυρία, δέσποινα». Το παιχνίδι ντάμα < ιταλ. dama (πρβλ. γαλλ. jeu de dames «παιχνίδι για κυρίες»)].