διάχυλος

Revision as of 18:17, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A juicy, succulent, σάρξ Arist.HA603b20.

Greek (Liddell-Scott)

διάχῡλος: -ον, πλήρης χυμοῦ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 21, 4.

Spanish (DGE)

-ον
1 jugoso σάρξ Arist.HA 603b20.
2 líquido, acuoso κολλύρια Aët.7.102
tb. neutr. subst. diachyl(um), CIL 13.10021.91, cf. 178 (ambas Galia).

Greek Monolingual

-ο (Α -ος, -ον)
ο γεμάτος χυμό
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διάχυλο
είδος εμπλάστρου.

Russian (Dvoretsky)

διάχῡλος: полный соков, сочный (σάρξ Arst.).