διαπολέμησις

Revision as of 18:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A finishing of a war, Id.7.42.

German (Pape)

[Seite 596] ἡ, das Beenden des Krieges, Thuc. 7, 42.

Greek (Liddell-Scott)

διαπολέμησις: -εως, ἡ, τελείωσις, τέλος τοῦ πολέμου, Θουκ. 7. 42.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
achèvement d’une guerre.
Étymologie: διαπολεμέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
conclusión de la lucha ξυντομωτάτη ... δ. la forma más breve de ganar la guerra Th.7.42, cf. Poll.9.142.

Greek Monotonic

διαπολέμησις: -εως, ἡ, τελείωμα, ολοκλήρωση του πολέμου, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαπολέμησις: εως ἡ окончание войны Thuc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπολέμησις -εως, ἡ [διαπολεμέω] beëindiging van de oorlog.

Middle Liddell

διαπολέμησις, εως n [from διαπολεμέω
a finishing of the war, Thuc.