τελείωσις
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
or τελέωσις, εως, ἡ,
A development, completion, of physical growth, λαμβάνει τελέωσιν τὰ ᾠά Arist.HA543a19, cf. 561a5, Hp.Septim.1, Sor. 1.18, al., Gal.15.26; τὴν τελείωσιν τῶν μορίων ἀπολαμβάνειν Arist.HA583b24, etc.; ἡ τῶν καρπῶν τελείωσις Thphr. HP 3.4.3; ἕως τελειώσεως to saturation point, Epicur.Ep.2p.38U.; of a building, Arist.Ph.246a26; of a statue, Stoic.3.48; in moral sense, αἱ ἀρεταὶ τελειώσεις Arist.Ph.247a2, cf. 246a13, Metaph.1021b20; εἰς τὴν τελείωσιν ἄγεσθαι τῆς φύσεως Id.EN 1153a12.
b execution of a legal instrument by completing it, BGU 1168.3 (i B.C.), PFlor.56.7, al. (iii A.D.).
2 in Logic, ἡ τελείωσις τῶν συλλογισμῶν Arist.APr.42a35; cf. τελειόω 1.2.
II attainment of manhood, AJA18.324 (Sardis, Epist. Augusti).
b marriage, LXX Je.2.2; cf. τέλειος 1.2b, ΙΙ.
II of events, accomplishment, fulfilment, Ev.Luc.1.45; λόγων LXX Ju.10.9.
German (Pape)
[Seite 1085] ἡ, das Vollenden; Arist. an. pr. 1, 6; das Vollbringen, auch das Reisen, Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
accomplissement, achèvement;
NT: perfection.
Étymologie: τελειόω.
Russian (Dvoretsky)
τελείωσις: и τελέωσις, εως ἡ
1 окончание, завершение Arst., Diod.: ἔσται τ. τοῖς λελαλημένοις NT сказанное сбудется;
2 законченность, совершенство Arst.;
3 созревание, зрелость Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τελείωσις: ἢ τελέωσις, εως, ἡ, τελειοποίησις, συμπλήρωσις, ἐπὶ φυσικῆς ἀναπτύξεως, τελείωσιν λαμβάνει τὰ ᾠὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 1, πρβλ. 6. 3, 1· τὴν τ. τῶν μορίων ἀπολαμβάνειν αὐτόθι 7. 3, 10, κλπ.· ἡ τῶν καρπῶν τ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 4, 3· - ἐπὶ τῶν ἔργων ἀνθρώπου, Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· - ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ἡ ἀρετὴ τ. τις αὐτόθι 5, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 3· εἰς τ. ἄγεσθαι τῆς φύσεως ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 3. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, ἡ τ. τῶν συλλογισμῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 25, 8, πρβλ. τελειόω Ι. 2. ΙΙ. τελειοποίησις τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, δηλ. ὁ γάμος, Ἑβδ (Ἱερεμ. Β΄, 2), πρβλ. τέλειος ΙΙ. 1. 2) τὸ βάπτισμα, Ἐκκλ. 3) τὸ μαρτύριον, καὶ καθόλου θάνατος, αὐτόθι. ΙΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, ἐκτέλεσις, ἐκπλήρωσις, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 45, ι΄, 9.
English (Strong)
from φυσιόω; (the act) completion, i.e. (of prophecy) verification, or (of expiation) absolution: perfection, performance.
English (Thayer)
τελειώσεως, ἡ (τελειόω), a completing, perfecting;
a. fulfilment, accomplishment; the event which verifies a promise (see τελειόω, 4): Philo de vit. Moys. iii. § 39).
b. consummation, perfection (see τελειόω, 3): Aristotle, Theophrastus, Diodorus) (Cf. references under the word τελειόω, 3.)
Greek Monotonic
τελείωσις: ή τελέωσις, -εως, ἡ (τελειόω), τελειοποίηση, συμπλήρωση, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
τελείωσις, ορ τελέωσις, εως, τελειόω
accomplishment, fulfilment, NTest.
Chinese
原文音譯:tele⋯wsij 帖累哦西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:完成(著)
字義溯源:完成,應驗,完全;源自(τελειόω)=作成),而 (τελειόω)出自(τέλειος)=完全的), (τέλειος)出自(τέλος)=界限,結局), (τέλος)又出自(τελέω)X*=有目標的計劃)
出現次數:總共(2);路(1);來(1)
譯字彙編:
1) 完全(1) 來7:11;
2) 應驗(1) 路1:45