διοπτεία

Revision as of 19:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A seeing through, τὴν δ. ἀκώλυτον παρέχειν Procl.Hyp. 3.17.    II use of the διόπτρα, Hero *Deff.135.8.

Greek (Liddell-Scott)

διοπτεία: ἡ, παρατήρησις διὰ διόπτρας, Πρόκλ. Ὑποθέσ. 15C, 16Β, κτλ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
observación mediante un instrumento de precisión (γεωδαισία) χρῆται ὀργάνοις εἰς μὲν τὰς διοπτείας χωρίων διόπτραις, κανόσι Hero Def.135.8, cf. Papp.in Alm.93.1, Procl.Hyp.4.2.

Greek Monolingual

διοπτεία, η (Α) διοπτεύω
η διόπτευση.