διοίσω

Revision as of 19:12, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

διοίσομαι,    A v. διαφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

διοίσω: διοίσομαι, ἴδε ἐν λ. διαφέρω.

French (Bailly abrégé)

f. de διαφέρω.

Greek Monotonic

διοίσω: δι-οίσομαι, Μέσ. και Ενεργ. μέλ. του διαφέρω.

Russian (Dvoretsky)

διοίσω: fut. к διαφέρω.