διφρηλασία
English (LSJ)
ἡ, A chariot driving, Pi. O.3.38.
German (Pape)
[Seite 645] ἡ, das Fahren, Pind. Ol. 3, 40.
Greek (Liddell-Scott)
διφρηλᾰσία: ἡ, τὸ ὁδηγεῖν δίφρον, Πίνδ. Ο. 3. 67.
English (Slater)
διφρηλᾰσία
1 chariot driving ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ ῥιμφαρμάτου διφρηλασίας (O. 3.38)
Spanish (DGE)
(διφρηλᾰσία) -ας, ἡ
conducción del carro Pi.O.3.38, Tz.Comm.Ar.2.386.6, Eust.612.41.
Greek Monolingual
διφρηλασία, η (AM)
οδήγηση δίφρου, άρματος.
Russian (Dvoretsky)
διφρηλᾰσία: ἡ Pind. = διφρεία.