διφρεία
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
ἡ, chariot-driving, X.Cyr.6.1.27, Procl.H.1.11 (pl.), Lib.Decl.12.14; διφρεία ἁρμάτων, διφρεία ἵππων, Arr.Tact.19.4.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
uso o conducción del carro τὴν μὲν Τρωικὴν διφρείαν ... κατέλυσε abolió el tipo troyano de conducción del carro X.Cyr.6.1.27, cf. Arr.Tact.19.4, del sol, Procl.H.1.11, Φαέθοντος δ. Lib.Decl.12.14, ἀστέρων διφρεῖαι Synes.Hymn.9.91, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 645] ἡ, das Fahren mit dem Wagen, Xen. Cyr. 6, 1, 27 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
conduite d'un char ou transport sur un char.
Étymologie: διφρεύω.
Russian (Dvoretsky)
διφρεία: ἡ способ управления колесницей, езда на колесницах (ἡ Τρωϊκὴ δ. Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
διφρεία: ἡ, (διφρεύω) διφρηλασία, ὁδηγία ἅρματος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 16.
Greek Monolingual
διφρεία, η (AM) διφρεύω
διφρηλασία, οδήγηση άρματος.
Greek Monotonic
διφρεία: ἡ (διφρεύω), οδήγηση άρματος, σε Ξεν.