διαφυλακτικός

Revision as of 19:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A fit for preserving, ἕξις Pl.Def.412a, cf. Plu.2.276a; τριχῶν Crito ap.Gal.12.438.

German (Pape)

[Seite 612] bewahrend, erhaltend; τινός, Plat. Defin. 412 a; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

διαφῠλακτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς τὸ διαφυλάττειν, Ὅρ. Πλάτ. 412Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à conserver, gén..
Étymologie: διαφυλάσσω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que guarda, que preserva c. gen. obj. ἀνδρεία· ... ἕξις δ. λογισμῶν ὀρθῶν ἐν κινδύνοις Pl.Def.412a, διαφυλακτικόν ἐστι τοῦ ἱδρῶτος Arist.Pr.867b17, de un tónico δ. τριχῶν Crit.Hist. en Gal.12.438
que protege de la diosa Hora δ. καὶ φροντιστική Plu.2.276a.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α -ός, -ή, -όν)
ο ικανός ή κατάλληλος για διαφύλαξη.

Russian (Dvoretsky)

διαφῠλακτικός: предохраняющий, оберегающий, ограждающий (ἕξις διαφυλακτικὴ λογισμῶν ὀρθῶν Plat.; θεός Plut.).