δύσκτητος
English (LSJ)
ον, A hard to come by, πραγματεία Plb.3.32.1; τἀγαθόν Phld.Herc.1251.4 (dub.).
German (Pape)
[Seite 683] schwer zu erwerben, Pol. 3, 32, 1.
Greek (Liddell-Scott)
δύσκτητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κτήσηται ἢ κερδήσῃ τις. Πολύβ. 3.32,1.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de adquirirde la obra de Polibio, por su volumen, Plb.3.32.1, ἡμῖν δ' [ἄκ] τητον ἢ δ[ύσ] κτητον ε[ἶναι] τἀγαθόν Phld.Elect.4.6, cf. Cont.17.21 (dud.).
Greek Monolingual
δύσκτητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα αποκτάται.
Russian (Dvoretsky)
δύσκτητος: с трудом приобретаемый, т. е. имеющий затрудненный сбыт (ἡ πραγματεία δ. διὰ τὸ πλῆθος τῶν βύβλων Polyb.).