εἰκατίδειος, A v. εἴκοσι, εἰκοσιδύω. εἴ κε, εἴ κεν, v. εἰ B. 11.
[Seite 726] = εἴκοσι, dor., Theocr. 5, 86, öfter.
εἴκᾰτι: εἰκατίδειος, ἴδε εἴκοσι, εἰκοσιδύο.
dor. c. εἴκοσι.
εἴκᾰτι: Δωρ. αντί εἴκοσι.
εἴκᾰτι: дор. Theocr. = εἴκοσι.