εὐδιήγητος

Revision as of 20:28, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A easy to tell, Isoc.19.28, Procop.Aed.4.1, etc.

German (Pape)

[Seite 1062] gut zu erzählen, Isocr. 19, 28.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιήγητος: -ον, εὐκολοδιήγητος, Ἰσοκρ. 389 Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à raconter.
Étymologie: εὖ, διηγέομαι.

Greek Monolingual

εὐδιήγητος, -ον (Α)
αυτόν τον οποίο μπορεί κάποιος να διηγηθεί, να εκθέσει εύκολα.

Russian (Dvoretsky)

εὐδιήγητος: легко излагаемый: οὐκ εὐδιήγητά ἐστιν Isocr. это с трудом поддается описанию.