εὔθερμος
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1068] wohl, sehr warm, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
εὔθερμος: -ον, λίαν θερμός, Ἱππ. 243 (δίς), πιθαν. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ ἔνθερμος.
[Seite 1068] wohl, sehr warm, Hippocr.
εὔθερμος: -ον, λίαν θερμός, Ἱππ. 243 (δίς), πιθαν. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ ἔνθερμος.