θοινατήριον

Revision as of 21:42, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A = θοίνη, E.Rh.515.

Greek (Liddell-Scott)

θοινᾱτήριον: τό, = θοίνη, Εὐρ. ἐν Ρήσ. 515.

Greek Monolingual

θοινατήριον, τὸ (Α) θοινατήρ
θοίνη, ευτυχία, συμπόσιο («στήσω πετεινοῑς γυψί θοινατήριον», Ευρ.).

Greek Monotonic

θοινᾱτήριον: τό, = θοίνη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θοινᾱτήριον: τό Eur. = θοίναμα.

Middle Liddell

θοινᾱτήριον, ου, τό, = θοίνη, Eur.] [from θοινάω

English (Woodhouse)

food for, thing to be devoured, victim to be devoured