θορίσκομαι

Revision as of 22:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Pass.,    A receive semen, διὰ τῶν ὤτων Ant.Lib.29.3.

German (Pape)

[Seite 1214] den Saamen in stch aufnehmen, empfangen, Ant. Lib. 29.

Greek (Liddell-Scott)

θορίσκομαι: Παθ., δέχομαι σπέρμα, Ἀντών. Λιβ. 29.

Greek Monolingual

θορίσκομαι (Α)
δέχομαι σπέρμα, συλλαμβάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θορός, αναλογικά προς το κυΐσκομαι «συλλαμβάνω, μένω έγκυος»].