κέντριον

Revision as of 22:16, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό, a surgical instrument, called modern spelling of κέντιον, Gal.13.407;    A = βουκέντριον, Suid., cf. EM503.39.

Greek (Liddell-Scott)

κέντριον: (ὀρθότερ. κεντρίον), τό, ὑποκορ. τοῦ κέντρον, Φιλῆς 28· τὰ τῶν ἐρώτων κ. Θεόδ. Πρόδρ. ΙΙ. τὸ διὰ τῶν πτεονιστήρων κεντούμενον μέρος τοῦ ἵππου, Ἱππιατρ.

Greek Monolingual

κέντριον, τὸ (Α) κέντριον
1. χειρουργικό εργαλείο, αλλ. κέντιον
2. βούκεντρο.