καρηβαρής
English (LSJ)
ές, A drowsy, comatose, prob. l. in Hp. Epid.3.6, cf. Gal.16.579. II producing drowsiness, νότος Sch. Arat.786.
German (Pape)
[Seite 1327] ές, mit schwerem Kopf, an Kopfschmerz leidend, Sp.
Greek Monolingual
καρηβαρής, -ές (Α)
αυτός που αισθάνεται βάρος στο κεφάλι, που έχει πονοκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφάλι» + -βαρής (< βάρος), πρβλ. οινο-βαρής, χειρο-βαρής].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρηβαρής -ές [κάρα, βαρύς] met een zwaar hoofd. Hp.