καλοπρόσωπος

Revision as of 22:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with fair face, Sch.D Il.1.310.

German (Pape)

[Seite 1313] mit schönem Antlitz, Schol. Il. 1, 310.

Greek (Liddell-Scott)

καλοπρόσωπος: -ον, ἔχων ὡραῖον πρόσωπον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 310, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. σ. 123.

Greek Monolingual

καλοπρόσωπος, -ον (AM)
αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ευειδής, όμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. ομοιο-πρόσωπος, πολυπρόσωπος.