καταγελάσιμος

Revision as of 22:54, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A ridiculous, with play on the name Γελάσιμος, Plaut.Stich.631.

German (Pape)

[Seite 1341] ganz lächerkkch, Plaut. Stich. 4, 2, 50.

Greek (Liddell-Scott)

καταγελάσιμος: -ον, γελοῖος, προξενῶν γέλωτα, πρβλ. Plaut. Stich. 4. 2, 50, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ Γελάσιμος, ὅπερ ἦν ὄνομα παρασίτου.

Greek Monolingual

καταγελάσιμος, -ον (Α) καταγέλασις
ο άξιος χλευασμού.

Russian (Dvoretsky)

καταγελάσῐμος: (λᾰ) смехотворный, уморительный (nunc ego nolo ex Gelasimo mihi fieri te Catagelasimum Plautus Stich. 630).