καταγελαστικός

Revision as of 22:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A satirical, ὕμνοι Men.Rh.p.337 S. (Comp.). Adv. -κῶς scoffingly, Poll. 5.128.

German (Pape)

[Seite 1341] ή, όν, zum Verspotten geneigt, adv. spöttisch, Poll. 5, 128, adv.

Greek Monolingual

καταγελαστικός, -ή, -όν (Α) καταγελώ
ο χλευαστικός.
επίρρ...
καταγελαστικῶς (Α)
χλευαστικά, εμπαικτικά.

Russian (Dvoretsky)

καταγελαστικός: насмешливый Men.