καταδουλίζω

Revision as of 23:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

= foreg., IG9(1).119 (Elatea):— but usu. Med.,    A -ίζομαι GDI1701.7, al. (Delph.): aor. καταδουλίξασθαι IG9(1).42 (Stiris).

Greek Monolingual

καταδουλίζω (Α)
καταδουλεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καταδουλῶ κατά τα ρ. σε -ίζω].