καταπαιγμός

Revision as of 23:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A mockery, Apollon.Lex. s.v. μωμήσονται.

German (Pape)

[Seite 1367] ὁ, Verspottung, Apoll. I. H. v. μωμήσονται.

Greek (Liddell-Scott)

καταπαιγμός: -οῦ, ὁ, ἐμπαιγμός, περίγελως, Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἐν λ. μωμήσονται, μῶμος γὰρ ὁ μετὰ ψόγου καταπαιγμός.

Greek Monolingual

καταπαιγμός, ὁ (Α) καταπαίζω
εμπαιγμός, περίγελως.