κεδρίτης

Revision as of 08:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῑ] οἶνος, ὁ, Wine    A flavoured with κεδρία, Dsc.5.37.

German (Pape)

[Seite 1411] οἶνος, mit der Frucht der Ceder abgezogener Wein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κεδρίτης: οἶνος, ῑ, ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος ἐκ κεδρίων ἢ κέδρων, Διοσκ. 5. 57.

Greek Monolingual

κεδρίτης, ὁ (Α) κέδρος
φρ. «κεδρίτης οἶνος» — κρασί παρασκευασμένο με ρητίνη ή έλαιο κεδρελάτης.