κεδρελάτη

Revision as of 08:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,    A Syrian cedar, Juniperus excelsa, Plin.HN13.53, 24.17.

German (Pape)

[Seite 1411] ἡ, die Cedertanne, Diosc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεδρελάτη: ἡ, κέδρος μεγάλη ὁμοία πρὸς ἐλάτην, Πλίν. 13. 11, 24. 11.

Greek Monolingual

κεδρελάτη, ἡ (Α)
το φυτό συριακή κέδρος, που μοιάζει με το έλατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + ἐλάτη «έλατο»].