κεδρελάτη
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, Syrian cedar, Juniperus excelsa, Plin.HN13.53, 24.17.
German (Pape)
[Seite 1411] ἡ, die Cedertanne, Diosc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεδρελάτη: ἡ, κέδρος μεγάλη ὁμοία πρὸς ἐλάτην, Πλίν. 13. 11, 24. 11.
Greek Monolingual
κεδρελάτη, ἡ (Α)
το φυτό συριακή κέδρος, που μοιάζει με το έλατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + ἐλάτη «έλατο»].