κερβολέω

Revision as of 09:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A = κερτομέω, Hsch.; perh. to be read in B.1.34.

German (Pape)

[Seite 1423] = κερτομέω, Hesych., vgl. σκερβολέω.

Greek (Liddell-Scott)

κερβολέω: (ὡσαύτως σκερβολέω ἢ σκερβόλλω), = κερτομέω, «κερβολοῦσα· λοιδοροῦσα, βλασφημοῦσα. ἀπατῶσα» Ἡσύχ., Βακχυλ. Ι (d) 6, Blass.