κισσοκόρυμβος

Revision as of 09:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A ivy-cluster, Hippiatr.77.

German (Pape)

[Seite 1442] ὁ, der traubenförmige Fruchtbüschel des Epheu, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοκόρυμβος: -ον, βλάστημα κισσοῦ, Ἱππιατρ. 208.

Greek Monolingual

κισσοκόρυμβος, -ον (Α)
το αρσ. ως ουσ.κισσοκόρυμβος
πυκνό κλαδί κισσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + κόρυμβος «κορυφή»].