κλεισμός

Revision as of 09:16, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A storing under lock and key, οἴνου POxy.1578.7 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1448] ὁ, s. κλισμός.

Greek Monolingual

ο (Α κλεισμός) κλείω (Ι)]
νεοελλ.
κλείσιμο, εγκλεισμός μέσα σε κάτι
αρχ.
πάπ. αποθήκευση σε χώρο ασφαλισμένο με κλειδίκλεισμός οίνου», πάπ.).