κλέπος

Revision as of 09:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εος, τό,    A = κλέμμα, Sol. ap. Poll.8.34.

German (Pape)

[Seite 1448] τό, = κλέμμα, nach Poll. 8, 34 in den solonischen Gesetzen; Schol. Aesch. Prom. 400.

Greek (Liddell-Scott)

κλέπος: -εος, τό, = κλέμμα, Σόλ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 34. (Πρβλ. κλέπτω).

Greek Monolingual

κλέπος, τὸ (Α) κλέπτω
το κλοπιμαίο, το κλεψιμιό, η κλεψιά.