κλέμμα
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
English (LSJ)
-ατος, τό, (κλέπτω)
A thing stolen, E.Hec.618, Arist.Pr.952a19; money equivalent of thing stolen, τὸ κλέμμα ἐκτείσας διπλοῦν Pl.Lg.857b, cf. Foed.Delph.Pell.2A14, IG5(1).1390.77 (Andania, i B.C.).
2 theft, S.Ichn.67 (pl., lyr.), Ar.Eq.1203, Str.15.1.53.
II stratagem in war, Th.5.9; fraud, D.18.31, Aeschin.3.100; κλέμμα ἐρωτικόν = clandestine amour, Ael.NA1.2, cf. AP5.17 (Rufin.).
German (Pape)
[Seite 1448] τό, das heimlich Entwendete, Gestohlene, der Diebstahl, Eur. Hec. 618; τὸ κλ. ἐκτίσας διπλοῦν Plat. Legg. IX, 857 b, wie ἔκτισις κλεμμάτων Dem. 24, 113; Thuc. 5, 9; Aesch. 3, 100. – Übh. versteckte, listige Handlung, List, Betrug, Dem. 18, 31. – Auch heimliche Liebeshändel heißen κλέμματα, Rufin. 1 (V, 18); vgl. Ael. N. A. 1, 2.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 vol, larcin;
2 p. ext. fourberie, ruse ; particul. ruse de guerre, stratagème.
Étymologie: κλέπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλέμμα -ατος, τό [κλέπτω] gestolen goed:. τὸ κλέμμα ἐκτείσας διπλοῦν ἀπαλλαττέσθω τῶν δεσμῶν wie het dubbele heeft betaald van het gestolen goed, moet vrij zijn van gevangenisstraf Plat. Lg. 857b. diefstal, bedrog; milit. krijgslist:. τὰ κλέμματα ταῦτα καλλίστην δόξαν ἔχει die krijgslisten brengen de fraaiste roem Thuc. 5.9.5.
Russian (Dvoretsky)
κλέμμα: ατος τό κλέπτω
1 воровство, кража: τὸ μὲν νόημα τῆς θεοῦ, τὸ δὲ κ. ἐμόν Arph. замысел принадлежит богине, а (самая) кража - мне;
2 уворованная вещь, украденное: τὸ κ. ἐκτίνειν διπλοῦν Plat. уплатить двойную стоимость украденного;
3 военная хитрость, диверсия Thuc., Plut.;
4 обман Dem., Plut.;
5 любовная интрижка Anth.
Greek (Liddell-Scott)
κλέμμα: τό, (κλέπτω) πρᾶγμα κλαπέν, «κλεμμένον», κλοπιμαῖον, Ἀριστ. Προβλ. 29. 14, 1. 2) κλοπή, Εὐρ. Ἑκ. 618, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1203, Πλάτ. Νόμ. 857Β. ΙΙ. στρατήγημα ἐν πολέμῳ, Θουκ. 5. 9· ἀπάτη, Δημ. 236. 2, Αἰσχίν. 68. 1 καὶ 10· κλ. ἐρωτικόν, κρυφία ἐρωτικὴ πρᾶξις, Αἰλ. π. Ζ. 1. 2.
English (Strong)
from κλέπτω; stealing (properly, the thing stolen, but used of the act): theft.
English (Thayer)
κλέμματος, τό (κλέπτω);
a. thing stolen (Aristotle).
b. equivalent to κλοπή theft, i. e. the act committed (Euripides, Aristophanes, others): plural Revelation 9:21.
Greek Monolingual
κλέμμα, τὸ (AM) κλέπτω
αυτό που έχει κλαπεί, το κλεμμένο, το κλοπιμαίο («κλέμματα πλειόνων ἤ διακοσίων δραχμῶν», Στράβ.)
αρχ.
1. κλοπή, κλεψιά («τὸ δὲ κλέμμ' ἐμόν», Αριστοφ.)
2. στρατήγημα σε πόλεμο («τὰ κλέμματα ταῦτα καλλίστην δόξαν ἔχει», Θουκ.)
3. δόλος, απάτη
4. κρυφή ερωτική πράξη
5. τα χρήματα που αντιστοιχούν σε κλεμμένο πράγμα («τὸ κλέμμα ἐκτείσας διπλοῦν», Πλάτ.).
Greek Monotonic
κλέμμα: -ατος, τό (κλέπτω)·
I. κλοπιμαίο, σε Ευρ., Αριστοφ.
II. στρατήγημα, τέχνασμα στον πόλεμο, σε Θουκ.· απάτη, σε Δημ., Αισχίν.
Middle Liddell
κλέμμα, ατος, τό, κλέπτω
I. a theft, Eur., Ar.
II. a stratagem in war, Thuc.: a fraud, Dem., Aeschin.
Chinese
原文音譯:klšmma 克練馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:蓋(果效) 相當於: (גָּנַב)
字義溯源:竊取,偷竊,竊物;源自(κλέπτω)*=偷竊)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 偷竊(1) 啓9:21