κνίς

Revision as of 09:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

κνῐδός, ἡ,    A = κνίδη, acc. sg. κνίδα [ῐ] Opp.H.2.429: pl. κνίδες Sm.Is.55.13, cf.Aq., Thd.ib.34.13.

Greek (Liddell-Scott)

κνίς: -ίδος, = κνίδη, αἰτ. ἑνικ. κνίδα ῐ ἐν Ὀππ. Ἁλ. 2. 429· πληθ. κνίδες, διάφ. γρ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΝΕ΄, 13).

Greek Monolingual

κνίς, -ιδός, ἡ (Α)
η κνίδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του κνίζω.