κλεπτίδης

Revision as of 09:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ, Com.Patronym.of κλέπτης,    A Son of a Thief, Pherecr.219.

German (Pape)

[Seite 1448] ὁ, komisches Patronymikum zum Vorigen, Diebessohn, Pherecrat. bei Poll. 8, 34.

Greek (Liddell-Scott)

κλεπτίδης: -ου, ὁ κωμικ. πατρώνυμ. τοῦ κλέπτης, υἱὸς κλέπτου, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 79, πρβλ. κλωπίδης.

Greek Monolingual

κλεπτίδης, ὁ (Α)
(κωμικό πατρών. του κλέπτης) ο γιος του κλέφτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + κατάλ. -ίδης, δηλωτική της καταγωγής (πρβλ. λαγωίδης, τυδε-ΐδης)].