κνιπότης

Revision as of 09:24, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ητος, ἡ,    A irritation of the eyes, Hp.Loc.Hom.13; expld.as = ξηροφθαλμία, Erot.

German (Pape)

[Seite 1461] ητος, ἡ, Knickerei (?). – Bei Hippocr. u. Galen. eine Entzündung der Augen, wobei diese klein u. trüb erscheinen.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑπότης: ἡ, φλόγωσις τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. 413. 29, πρβλ. Ἐρωτιαν. 212.

Greek Monolingual

κνιπότης, -ητος, ή (Α)
η φλόγωση τών οφθαλμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖπες, πληθ. του κνιψ με σημ. «άρρωστα μάτια» (βλ. λ. κνίψ)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνιπότης -ητος, ἡ [κνίψ] irritatie (van de ogen).