κοινώνησις
English (LSJ)
εως, ἡ, A reciprocal recognition, παίδων Pl.Plt.310b. 2 partnership, BGU1024 v 19 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1470] ἡ, das Theilnehmen, Gemeinschaft, παίδων Plat. Polit. 310 b.
Greek (Liddell-Scott)
κοινώνησις: -εως, ἡ, κοινότης, παίδων Πλάτ. Πολιτ. 310Β.
Greek Monolingual
κοινώνησις, ἡ (Α) κοινωνώ
1. συμμετοχή κάποιου σε κάτι
2. πάπ. συνεταιρισμός, εταιρεία.
Russian (Dvoretsky)
κοινώνησις: εως ἡ pl. общность (παίδων Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοινώνησις -εως, ἡ [κοινωνέω] het gezamenlijk bezitten.