συμμετοχή

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek (Liddell-Scott)

συμμετοχή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ συμμετέχειν, συμμέθεξις, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 934D.

Greek Monolingual

η, ΝΑ συμμετέχω
το να μετέχει κανείς σε κάτι μαζί με κάποιον ή κάποιους άλλους, συμμέθεξη
νεοελλ.
(ποιν. δίκ.) σύμπραξη δύο τουλάχιστον προσώπων για την τέλεση εγκλήματος.