συμμετοχή Search Google

From LSJ

εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep

Source

Greek (Liddell-Scott)

συμμετοχή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ συμμετέχειν, συμμέθεξις, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 934D.

Greek Monolingual

η, ΝΑ συμμετέχω
το να μετέχει κανείς σε κάτι μαζί με κάποιον ή κάποιους άλλους, συμμέθεξη
νεοελλ.
(ποιν. δίκ.) σύμπραξη δύο τουλάχιστον προσώπων για την τέλεση εγκλήματος.