κολλοπεύω

Revision as of 09:27, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A to be a κόλλοψ 11.2, Pl.Com.186.5.

German (Pape)

[Seite 1473] ein κόλλοψ Bdtg 4 sein, Plat. com. bei Stob. Eclog. phys. 2, 26.

Greek (Liddell-Scott)

κολλοπεύω: εἶμαι κόλλοψ (ΙΙ. 2), Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 3.

Greek Monolingual

κολλοπεύω (Α)
είμαι κόλλοψ, κίναιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλοψ, -οπος «κίναιδος»].