κόλλοψ
English (LSJ)
οπος, ὁ,
A peg or screw by which the strings of the lyre were tightened, Od.21.407, cf. Pl.R. 531b, Luc.DMar.1.4: metaph., τῆς ὀργῆς… τὸν κόλλοπ' ἀνεῖμεν Ar.V.574.
2 bar by which a windlass was turned, Arist.Mech.852b12.
II thick skin on the upper part of the neck of oxen, Ar.Fr.646; and of swine, ib.506.3.
2 metaph., = ἀνδρόγυνος, cinaedus, Eub.11, Diph.43.22, AP12.42 (Diosc.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 1473] οπος, ὁ, 1) der Wirbel an der Lyra, mit dem die Saiten angespannt werden; Od. 21, 407; Plat. Rep. VII, 531 b; Sp.; übertr., κόλλοπα ὀργῆς ἀνεῖναι, den Wirbel des Zornes nachlassen, den (hochangespannten) Zorn mäßigen, Ar. Vesp. 572. – 2) ein Hebel oder eine Kurbel, mit der man das Rad umdreht, wie die Saiten mit dem Wirbel, Arist. mechan. 14. – 3) die dicke Haut am Halse der Rinder, Pferde u. Schweine; Aesch. tr. 421. 526, Geop. – 4) ein Jüngling, der sich durch Ausschweifungen um seine Kraft gebracht hat, früh gealtert ist, Eupol. in B. A. 102, ἀνδρόγυνος. – Ein Kuppler, Diphil. bei Ath. VII, 292 b.
French (Bailly abrégé)
οπος (ὁ) :
cheville ou clef d'un instrument à cordes.
Étymologie: κόλλα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόλλοψ -οπος, ὁ stemsleutel (om snaren van een muziekinstrument te spannen); overdr.: τῆς ὀργῆς ὀλίγον τὸν κόλλοπ’ ἀνεῖμεν wij zetten de schroef van onze woedesnaar een beetje losser (d.w.z. we laten de toon van onze woede een beetje zakken) Aristoph. Ve. 574.
Russian (Dvoretsky)
κόλλοψ: οπος ὁ
1 колок (для натягивания струны) (τανύειν περὶ κόλλοπι χορδήν Hom.): κόλλοπα ὀργῆς ἀνεῖναι Arph. смягчать гнев;
2 рукоятка, ручка (sc. τοῦ κύκλου Arst.);
3 загривок (кожное утолщение на шее быков и свиней, употр. в кулинарии) Arph.
English (Autenrieth)
οπος: peg of a lyre, round which the string was fastened, Od. 21.407†.
Greek Monolingual
κόλλοψ, -οπος, ὁ (Α)
1. κλειδί έγχορδου μουσικού οργάνου, κόλλαβος, στριφτάρι («ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν», Ομ. Οδ.)
2. η λαβή με την οποία γύριζαν έναν τροχό
3. το χοντρό δέρμα στο κάτω μέρος του αυχένα τών βοδιών ή τών χοίρων
4. κίναιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με λατ. callum «χοντρό δέρμα, κάλος», ενώ, κατ' άλλους, με τη λ., σκόλοψ «πάσσαλος, αγκάθι». Κατά λιγότερο πιθ. άποψη, συνδέεται (μαζί με τους τ. κόλλιξ, κολλύρα, κόλαβος) με το λατ. collum «αυχένας». Η μτφ. σημ. «κίναιδος» είναι αναλογική με τις χρήσεις τών λ. που σημαίνουν «δέρμα», πρβλ. κασαλβάς.
Greek Monotonic
κόλλοψ: -οπος, ὁ, στριφτάρι ή κλειδί με το οποίο σφίγγονταν οι χορδές της λύρας, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.· μεταφ., τῆς ὀργῆς τὸν κόλλοπ' ἀνιέναι, άφησε τις χορδές της οργής σου, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κόλλοψ: -οπος, ὁ, τὸ «στρηφτάρι», δι’ οὗ αἱ χορδαὶ τῆς λύρας ἐνετείνοντο, Ὀδ. Φ. 407, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 531Β, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 4,· ― μεταφ., τῆς ὀργῆς... τὸν κόλλοπ’ ἀνεῖμεν Ἀριστοφ. Σφ. 574. 2) χεὶρ ἢ λαβὴ δι’ ἧς τροχὸς ἐστρέφετο («χεροῦλι»), Ἀριστ. Μηχαν. 13, 2. ΙΙ. τὸ πυκνόν, χονδρόν, δέρμα κατὰ τὸ ἄνω μέρος τοῦ αὐχένος τῶν βοῶν, Λατ. callosum, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 526· καὶ τῶν χοίρων, Λατ. glandium, αὐτόθι 421· πρβλ. κολλοπόω. 2) μεταφορ. = ἀνδρόγυνος, κίναιδος, Εὔβουλ. ἐν «Ἀντιόπῃ» 3, Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2, 22· πρβλ. Ἡσύχ. καὶ ἴδε κολλοπεύω.
Frisk Etymological English
-οπος
Grammatical information: m.
Meaning: peg or screw by which the sterings of the lyre were tightened, ' (φ 407, Ar., Pl., Luc.); thick skin on the upper part of the neck of oxen or pigs (Ar. Fr. 646 and 506, 3); bar by which a windlass was turned (Arist. Mech. 852b 12); metaph. ἀνδρόγυνος, cinaedus (hell. com., AP).
Other forms: also κόλλαβος (in the first meaning)
Compounds: κολλοπο-διώκτης (sch. Ar. Nu. 347, Eust., Suid.), κολλοπεύω be a κόλλοψ (Pl. Com.)
Derivatives: Other denomin.: κολλοπίζειν καθέλκειν and κολλοπῶσαι κατακολλῆσαι H. with false connection with κόλλα.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical term of unknown origin; after H. "διὰ τὸ εἰς κόλλαν εὑθετεῖν" (referring to the thick part of the neck of animals). Other proposals: to Lat. callum thick skin, callosity, resp. to σκόλοψ pole (s. Bq s. v.). Not better Pisani Ist. Lomb. 77, 553ff.: with κόλλιξ, κολλύρα, κόλλαβος to Lat. collum, NHG Hals. -Clearly Pre-Greek, which is proven if κόλλ-αβ-ος is a variant; -οπ-/-απ/β- is a Pre-Greek suffix variation.
Middle Liddell
κόλλοψ, οπος, ὁ,
the peg or screw by which the strings of the lyre were tightened, Od., Plat.:—metaph., τῆς ὀργῆς τὸν κόλλοπ' ἀνιέναι to let down the strings of your passion, Ar.
Frisk Etymology German
κόλλοψ: -οπος
{kóllops}
Grammar: m.
Meaning: Wulst am Querholz der Lyra zum Aufspannen der Saiten, auch Bolzen oder Schraube zum Anspannen derselben (φ 407, Ar., Pl., Luk.); Wulst am Halse der Rinder und Schweine, Rinderschwarte (Ar. Fr. 646 und 506, 3); Hebestange einer Winde (Arist. Mech. 852b 12); übertr. ‘ἀνδρόγυνος, cinaedus’ (hell. Kom., AP)
Composita: mit κολλοποδιώκτης (Sch. Ar. Nu. 347, Eust., Suid.),
Derivative: κολλοπεύω [[ein κόλλοψ sein]] (Pl. Kom.). — Andere Denominativa sind: κολλοπίζειν· καθέλκειν und κολλοπῶσαι· κατακολλῆσαι H. mit falschem Anschluß an κόλλα.
Etymology: Fachausdruck unbekannter Herkunft; nach H. "διὰ τὸ εἰς κόλλαν εὐθετεῖν" (mit Bezug auf die Rinderschwarte). Andere Vorschläge: zu lat. callum dicke Haut, Schwiele, bzw. zu σκόλοψ Pfahl (s. Bq s. v. und WP. 1, 357). Nicht besser Pisani Ist. Lomb. 77, 553ff.: mitsamt κόλλιξ, κολλύρα, κόλλαβος zu lat. collum, nhd. Hals.
Page 1,899-900