A v. κνυζέομαι.
κνύζομαι: ἴδε ἐν λ. κνυζάομαι. Τὸ ἐνεργ. κνύζω παρὰ Σουΐδ., Εὐστ., κτλ.
c. κνυζέω.
κνύζομαι: Plut. = κνυζάομαι 1.